Σε ένα λιβάδι μαγικό, γεμάτο λουλούδια που ευωδίαζαν ακόμα και τ' αστέρια, ζούσε μια μικρή πυγολαμπίδα που την έλεγαν Λίλη. Η Λίλη δεν ήταν σαν τις άλλες πυγολαμπίδες. Είχε το πιο λαμπερό, το πιο ζεστό φως απ' όλες. Όμως, η Λίλη είχε ένα μεγάλο μυστικό: φοβόταν το σκοτάδι.
Κάθε βράδυ, όταν ο ήλιος πήγαινε για ύπνο και το φεγγάρι έβγαινε ντροπαλά στον ουρανό, όλες οι πυγολαμπίδες ξεχύνονταν στο λιβάδι. Έκαναν φωτεινούς χορούς, ζωγράφιζαν λαμπερές γραμμές στον αέρα και έπαιζαν κρυφτό πίσω από τους θάμνους.
Όλες, εκτός από τη Λίλη.
Εκείνη κρυβόταν κάτω από ένα μεγάλο φύλλο μανιταριού, με το φωτάκι της αναμμένο τόσο χαμηλά, που έμοιαζε με ξεχασμένο αστεράκι. Έβλεπε τις φίλες της να πετούν χαρούμενες και η μικρή της καρδιά γινόταν βαριά.
«Μα πώς γίνεται;» σκεφτόταν. «Είμαι φτιαγμένη από φως, αλλά φοβάμαι το σκοτάδι που με αφήνει να λάμψω».
Ένα βράδυ, καθώς καθόταν μόνη και λυπημένη, άκουσε μια βαθιά και ήρεμη φωνή.
«Μικρή πυγολαμπίδα, γιατί κρύβεις ένα τόσο όμορφο φως;»
Η Λίλη τρόμαξε. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε πάνω στο κλαδί ενός γέρικου δέντρου μια μεγάλη, σοφή κουκουβάγια με μάτια σαν δύο ολόγιομα φεγγάρια.
«Ποιος είστε;» ψιθύρισε η Λίλη.
«Με λένε Σοφό, και βλέπω πολλά πράγματα μέσα στη νύχτα. Βλέπω και εσένα, που αντί να χορεύεις με τις αδερφές σου, μένεις εδώ κάτω και φοβάσαι».
Τα μάτια της Λίλη γέμισαν δάκρυα. «Φοβάμαι το σκοτάδι, κύριε Σοφέ. Είναι τόσο μεγάλο και άδειο... με τρομάζει».
Η σοφή κουκουβάγια χαμογέλασε απαλά. «Μα το σκοτάδι δεν είναι άδειο, μικρή μου. Είναι ένας μαύρος καμβάς που περιμένει τα χρώματα. Είναι η σιωπή που περιμένει τη μουσική. Και το πιο σημαντικό... είναι ο χώρος που περιμένει το δικό σου φως για να γίνει όμορφο».
Η Λίλη κοίταξε την κουκουβάγια με απορία.
«Κοίτα γύρω σου», συνέχισε ο Σοφός. «Όταν οι φίλες σου ανάβουν τα φώτα τους, το σκοτάδι εξαφανίζεται; Όχι. Το σκοτάδι είναι αυτό που τις αφήνει να φανούν. Χωρίς το σκοτάδι, το φως τους θα ήταν αόρατο. Το σκοτάδι δεν είναι εχθρός σου, Λίλη. Είναι ο καλύτερός σου φίλος. Σου δίνει έναν λόγο να λάμπεις».
Τα λόγια της κουκουβάγιας ήταν σαν ένα μικρό κλειδί που άνοιγε μια μεγάλη πόρτα στην καρδιά της Λίλη. Σκέφτηκε για μια στιγμή. Ίσως η κουκουβάγια να είχε δίκιο.
«Δοκίμασέ το», της είπε ο Σοφός. «Άναψε το φως σου. Όχι λίγο. Άναψέ το όσο πιο δυνατά μπορείς».
Η Λίλη πήρε μια βαθιά ανάσα. Έκλεισε τα ματάκια της και συγκεντρώθηκε. Σκέφτηκε τα λουλούδια, τ' αστέρια και το χαμόγελο της μαμάς της. Και τότε... έλαμψε!
Το φως της ξεχύθηκε τόσο δυνατά και τόσο ζεστά, που φώτισε ολόκληρη την γωνιά κάτω από το μανιτάρι. Είδε τα μικρά σαλιγκαράκια που κοιμούνταν, τις σταγόνες της δροσιάς πάνω στο χορτάρι που έμοιαζαν με διαμάντια, τα χρώματα ενός μικρού νυχτολούλουδου που δεν τα είχε προσέξει ποτέ. Το σκοτάδι δεν ήταν πια τρομακτικό. Ήταν ένας κόσμος γεμάτος μυστικά, που περίμεναν το δικό της φως για να αποκαλυφθούν.
Με την καρδιά της να χτυπά από χαρά και όχι από φόβο, η Λίλη άνοιξε τα μικρά της φτερά και πέταξε έξω από την κρυψώνα της.
«Ευχαριστώ, κύριε Σοφέ!» φώναξε προς το δέντρο.
Πέταξε ψηλά, πιο ψηλά από ποτέ, με το φως της να λάμπει σαν ένας μικρός, προσωπικός ήλιος. Οι άλλες πυγολαμπίδες σταμάτησαν τον χορό τους και την κοίταξαν με θαυμασμό. Η Λίλη, η μικρή πυγολαμπίδα που φοβόταν, τώρα οδηγούσε τον χορό, δημιουργώντας τα πιο όμορφα και λαμπερά σχέδια στον νυχτερινό ουρανό.
Και από εκείνο το βράδυ, η Λίλη δεν ξαναφοβήθηκε ποτέ το σκοτάδι. Γιατί κατάλαβε πως το σκοτάδι δεν ήταν εκεί για να την τρομάζει, αλλά για να της θυμίζει πόσο δυνατό και πόσο όμορφο ήταν το δικό της, μοναδικό φως.
Επιμέλεια: anexitilo.net







Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου