Ήταν ένα βράδυ χωρίς άστρα. Εκείνα τα σιωπηλά βράδια που ο κόσμος δεν μιλά, αλλά σκέφτεται. Περπατούσα στους δρόμους της πόλης, ανάμεσα σε πρόσωπα που είχαν μάθει να φορούν μάσκες πιο αληθινές από τις ίδιες τους τις ψυχές. Κανείς δεν γελούσε με τα μάτια· μόνο με το στόμα, με εκείνο το παγωμένο, κοινωνικά εγκεκριμένο χαμόγελο. Μια πόλη γεμάτη φωνές που δε μιλούν. Σκέψεις που ποτέ δεν ξεστομίζονται. Επιθυμίες που έχουν θαφτεί κάτω από το βλέμμα του «τι θα πουν οι άλλοι».
Η μεγαλύτερη φυλακή δεν έχει κάγκελα. Έχει καθρέφτες. Εκεί κοιτάζεσαι κάθε πρωί, αναρωτιέσαι αν είσαι αρκετός, αν είσαι σωστός, αν είσαι αποδεκτός. Και μετά ντύνεσαι όπως "πρέπει", μιλάς όπως "πρέπει", ζεις όπως "πρέπει". Μα ποιος αποφάσισε τι είναι σωστό; Ποιος κρατά τα κλειδιά αυτής της αόρατης φυλακής που μας έχει όλους μέσα της;
Ο φόβος. Όχι ο φόβος του θανάτου, ούτε της μοναξιάς. Ο άλλος, ο πιο ύπουλος: ο φόβος του τι σκέφτονται οι άλλοι. Ο φόβος μήπως σε κρίνουν, μήπως γελάσουν, μήπως δεν σε αγαπήσουν. Μια αλυσίδα που αρχίζει να δένεται πάνω μας από τότε που μαθαίνουμε να μιλάμε. "Μην κάνεις αυτό, τι θα πει η θεία", "Μη ντυθείς έτσι, τι θα πει ο κόσμος", "Μη γελάς δυνατά, δεν είναι κόσμιο".
Έτσι, σιγά σιγά, φυτεύεται μέσα μας η ανάγκη να είμαστε αποδεκτοί. Όχι ευτυχισμένοι. Όχι αυθεντικοί. Αποδεκτοί. Και κάθε τι που μας κάνει μοναδικούς, το κόβουμε, το σμιλεύουμε, το θυσιάζουμε στον βωμό της κοινωνικής αποδοχής.
Η Μαρία, για παράδειγμα, αγαπούσε να ζωγραφίζει με τα δάχτυλά της. Μα στη σχολή της είπαν πως αυτό δεν είναι επαγγελματικό. Ο Δημήτρης ήθελε να γράφει ποιήματα, μα οι φίλοι του τον κορόιδευαν. Η Ελένη ονειρευόταν να γίνει τραγουδίστρια, μα η μητέρα της τής είπε να μη γελοιοποιείται. Και έτσι, ο ένας μετά τον άλλον, κλείδωσαν την ψυχή τους σε ένα κουτί και πέταξαν το κλειδί σε κάποιο βαθύ πηγάδι.
Αυτή είναι η φυλακή μας. Όχι τα τείχη, όχι οι νόμοι, όχι οι περιστάσεις. Ο φόβος μήπως μας απορρίψουν. Μήπως δεν μας αγαπήσουν αν τους δείξουμε ποιοι πραγματικά είμαστε.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε ρόλους και προσωπεία, ξεχνάμε. Ξεχνάμε τι μας κάνει να γελάμε, τι μας συγκινεί, τι επιθυμούμε. Ξεχνάμε τη φωνή μας. Δεν ζούμε πια· επιβιώνουμε μέσα από τα μάτια των άλλων.
Μα κάποτε, αργά ή γρήγορα, έρχεται μια στιγμή. Μια σπίθα. Μια ματιά στον καθρέφτη που δεν αντέχεις άλλο να βλέπεις κάποιον που δεν είσαι εσύ. Κι αν έχεις το θάρρος, αν μπορείς να σπάσεις τα γυάλινα τείχη, τότε γίνεσαι ελεύθερος. Τότε καταλαβαίνεις πως εκείνοι που σε αγαπούν πραγματικά, δεν σε αγαπούν γιατί είσαι αυτό που περιμένουν. Σε αγαπούν γιατί είσαι αυτό που είσαι.
Και τότε, επιτέλους, μπορείς να ζήσεις.
Επιμέλεια: anexitilo.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου